- Κολομβία
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας
Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία, στα Ν με το Περού και τον Ισημερινό (Εκουαδόρ), ενώ βρέχεται στα Β από την Καραϊβική θάλασσα και στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό.Η Κ. είναι η τέταρτη σε έκταση και η δεύτερη σε πληθυσμό χώρα της Νότιας Αμερικής, ενώ αποτελεί ένα από τα μοναδικά δύο κράτη που βρέχονται από τους δύο ωκεανούς (το άλλο είναι η Χιλή), καθώς βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της υποηπείρου. Το πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα αντιστοιχεί στην περιοχή των Άνδεων, ενώ σχεδόν ακατοίκητες είναι οι περιοχές της λεκάνης του Αμαζονίου, τα σύνορα των οποίων –έως το πρόσφατο παρελθόν– ήταν πολύ ασαφή και καθορίζονταν από την ποτάμια οδό. Μεταπολεμικά, η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας χαρακτηρίζεται από τις εμφύλιες συρράξεις και την κυριαρχία του καρτέλ των ναρκωτικών, καθώς η Κ. παράγει τη σημαντικότερη ποσότητα κοκαΐνης στον κόσμο.Η δημοκρατία της Κ. διαιρείται σε 32 διοικητικά διαμερίσματα και στην περιφέρεια της πρωτεύουσας (σε παρένθεση η ισπανική ονομασία, οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των διαμερισμάτων το 2002): Αμαζόνας (Amazonas, Λετίσια, 74.403), Αντιόκια (Antioquia, Μεντελίν, 5.531.893), Αράουκα (Arauca, Αράουκα, 256.664), Ατλάντικο (Atlantico, Μπαρανκίλια, 939.716), Βάλιε ντε Κάουκα (Valle de Cauca, Κάλι, 4.318.191), Βαουπές (Vaupes, Μιτού, 31.234), Βιτσάδα (Vichada, Πουέρτο Καρένιο, 88.899), Γκουαβιάρε (Guaviare, Σαν Χοσέ ντελ Γκουαβιάρε, 123.560), Γκουαϊνία (Guainia, Πουέρτο Ινιριδά, 39.577), Γκουαχίρα (La Guajira, Ριόατσα, 500.029), Κακετά (Caqueta, Φλορένσια, 436.860), Κάλντας (Caldas, Μανισάλες, 1.133.790), Κάουκα (Cauca, Ποπαγιάν, 1.299.256), Κασανάρε (Casanare, Γιοπάλ, 301.387), Κιντίο (Quindio, Αρμένια, 582.966), Κόρντομπα (Cordoba, Μοντερία, 1.352.279), Κουντιναμάρκα (Cundinamarca, Μπογκοτά, 2.226.236), Μαγκνταλένα (Magdalena, Σάντα Μάρτα, 1.332.516), Μέτα (Meta, Βιλιαβισένσιο, 729.023), Μπογιακά (Boyaca, Τούνχα, 1.385.184), Μπολίβαρ (Bolivar, Καρταχένα, 2.090.323), Ναρίνο (Narino, Σαν Χουάν ντε Πάστο ή Πάστο, 1.690.354), Νόρτε ντε Σανταντέρ (Norte de Santander, Κούκουτα, 1.405.297), Ουίλα (Huila, Νέιβα, 953.426), Πουτουμάγιο (Putumayo, Μοκόα, 350.705), Ρισαράλντα (Risaralda, Περέιρα, 976.964), Σαν Αντρές (San Andres y Providencia, Σαν Αντρές, 77.446), Σανταντέρ (Santander, Μπουκαραμάνγκα, 2.014.590), Σεσάρ (Cesar, Βαλιεντουπάρ, 997.577), Σούκρε (Sucre, Σινσελέχο, 824.668), Τολίμα (Tolima, Ιμπαγκέ, 1.304.950), Τσοκό (Choco, Κιμπντό, 410.116) και η περιφέρεια της πρωτεύουσας Σάντα Φε ντε Μπογκοτά (Santafe de Bogota, Μπογκοτά, 6.712.247).
Oι κυβερνήτες των διαμερισμάτων ορίζονται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας, ενώ τα διαμερίσματα διαιρούνται σε δήμους, οι δήμαρχοι των οποίων διορίζονται από τους κυβερνήτες.Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η ισπανική, ενώ οι αυτόχθονες του ανδικού υψιπέδου χρησιμοποιούν τη γλώσσα τσίμπτσα. Από άποψη εθνικής σύνθεσης, η χώρα παρουσιάζει ιδιαίτερη ποικιλομορφία. Περίπου το 58% του πληθυσμού είναι μεστίζος, δηλαδή απόγονοι επιμειξίας των Ισπανών με τους αυτόχθονες. Ο λευκός πληθυσμός ανέρχεται στο 20%, ενώ το 14% αποτελείται από μιγάδες, προερχόμενους από επιμειξία λευκών με μαύρους. Το φυλετικό μωσαϊκό συμπληρώνεται από μαύρους, αυτόχθονες προκολομβιανούς πληθυσμούς, καθώς και άλλους, οι οποίοι προέρχονται από διάφορες φυλετικές προσμείξεις.Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1886, το οποίο τροποποιήθηκε για τελευταία φορά το 1991, το πολίτευμα της Κ. είναι προεδρευομένη δημοκρατία. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας –ο οποίος εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία για τέσσερα χρόνια– είναι επίσης αρχηγός της κυβέρνησης και ασκεί την εκτελεστική εξουσία με τη βοήθεια του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο διορίζει ο ίδιος. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το Εθνικό Κογκρέσο, αποτελούμενο από δύο σώματα: τη Βουλή των Αντιπροσώπων, που αριθμεί 166 μέλη, και τη Γερουσία, με 102 μέλη.Το πολιτικό σύστημα της χώρας μπορεί να χαρακτηριστεί πολυκομματικό, καθώς στην πολιτική σκηνή συμμετέχουν αρκετά κόμματα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι το Συντηρητικό Κόμμα (PSC), που πρεσβεύει την ισχυρή κεντρική διακυβέρνηση και επιδιώκει στενές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία, και το Φιλελεύθερο Κόμμα (PL), υπέρμαχο της διοικητικής αποκέντρωσης και του διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας.
Έως το 1974 αυτά τα δύο κόμματα ήταν τα μοναδικά νόμιμα στη χώρα. Στις προεδρικές εκλογές του 1990 έκανε αισθητή την παρουσία του στο κομματικό σύστημα το Κίνημα της 19ης Απριλίου ή Μ-19, όπως είναι γνωστό. Το Κίνημα εκπροσωπούσε ένα μεγάλο μέρος των αριστερών ανταρτών της Κ. Το 1998 αντικαταστάθηκε από το σχήμα της Νέας Δημοκρατικής Δύναμης. Οι προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2002 ανέδειξαν στο κορυφαίο αξίωμα της χώρας τον Άλβαρο Ουρίμπε Βελέζ.Στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας βρίσκεται το ανώτατο δικαστήριο της Κ., που αποτελείται από είκοσι ισόβιους δικαστές και διαιρείται σε τέσσερα τμήματα (αναθεωρητικό των αστικών υποθέσεων, των ποινικών, εργατικό και συνταγματικό). Κατώτερα δικαστήρια λειτουργούν στους δήμους, στις επαρχίες και στα διαμερίσματα. Η θανατική ποινή απαγορεύεται από το σύνταγμα.Περισσότερο από το 95% του πληθυσμού πρεσβεύει τον καθολικισμό, ο οποίος χαίρει προνομιακού καθεστώτος. Οι υπόλοιποι Κολομβιανοί ακολουθούν κυρίως προτεσταντικά δόγματα, ενώ υπάρχει μία εβραϊκή κοινότητα, που αριθμεί περίπου τριάντα χιλιάδες μέλη. Οι λιγοστοί αυτόχθονες ακολουθούν παραδοσιακές (ανιμιστικές) λατρείες.Η στοιχειώδης εκπαίδευση στην Κ. παρέχεται δωρεάν, ωστόσο δεν είναι υποχρεωτική. Το ποσοστό αναλφαβητισμού έχει μειωθεί δραστικά ύστερα από προσπάθειες δεκαετιών και υπολογίζεται πλέον στο 3%. Στα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης η φοίτηση είναι τετραετής. Τη μέση εκπαίδευση ακολουθεί το bachillerato elementar, έπειτα από τέσσερα χρόνια σπουδών, και το bachillerato superior, ύστερα από δύο επιπλέον χρόνια. Στη συνέχεια οι μαθητές γίνονται δεκτοί στο πανεπιστήμιο. Η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται σε δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ανάμεσα στα δημόσια, σπουδαιότερα είναι το πανεπιστήμιο της Aντιόκια, στην πόλη Mεντελίν (1803), και της K., στην Mπογκοτά (1867). Από τα ιδιωτικά, γνωστότερο θεωρείται το πανεπιστήμιο Ποντιφίσια Xαβεριάνα, που ιδρύθηκε το 1937 στην Mπογκοτά.Οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούνται από τον στρατό ξηράς, την αεροπορία και το ναυτικό. Το 2001 στον κολομβιανό στρατό υπηρετούσαν 158.000 άτομα.Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Κ. διαθέτει σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο παροχών στους εργάτες των βιομηχανιών, ενώ χρηματοδοτείται τόσο από την κυβέρνηση όσο και από εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων. Ο τομέας της υγείας παρουσιάζει κάποια υστέρηση, καθώς στη χώρα υπάρχει αισθητή έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού. Το 1999 αναλογούσε ένας γιατρός σε κάθε 1.090 κατοίκους.Στο κολομβιανό έδαφος παρατηρούνται σημαντικές ηφαιστειακές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα στις ανδικές αλυσίδες, η έντονη σεισμικότητα των οποίων υποδηλώνει τη σχετικά πρόσφατη προέλευσή τους, η οποία είναι συνδεδεμένη με τις συρρικνώσεις του τριτογενούς. Aυτές παρατηρήθηκαν σε ιζηματογενή πετρώματα κυρίως του μεσοζωικού, παρότι ο πυρήνας των ανδικών αλυσίδων αποτελείται από παλαιοζωικούς σχηματισμούς, που υπέστησαν πτυχώσεις και είναι μάλλον μεταμορφωσιγενείς. Πράγματι, οι σχηματισμοί αυτοί συσχετίζονται με ανάλογους και αρχαιότερους σχηματισμούς (προκάμβριους), που αποτελούν την αρχαία κρυσταλλική ηπειρωτική μάζα. Η τελευταία καλύπτεται κατά μεγάλο μέρος από διαδοχικούς σχηματισμούς. Ακόμα όμως αναδύεται σε μεγάλες εκτάσεις (πραγματικές ισοπεδωμένες επιφάνειες) σε όλο το ανατολικό τμήμα, όπου εκτείνονται επίσης διάφορης προέλευσης (θαλάσσιας και ηπειρωτικής) εναποθέσεις του τριτογενούς και του τεταρτογενούς.
Oι εναποθέσεις αυτές υφίστανται επίσης σε όλες τις χαμηλότερες ζώνες: από τις εκτενείς κοιλάδες και τις πεδιάδες που εκτείνονται στη βάση των ανδικών αναγλύφων έως τις ίδιες τις κόγχες, ανάμεσα στα βουνά και στις παράκτιες πεδιάδες.
Ορισμένες φορές ανδικές κόγχες και κοιλάδες φαίνονται να ορίζονται από εμφανείς τεκτονικές κατευθυντήριες γραμμές, αντιστοιχώντας σε βαθύπεδα του τύπου grahen. H ένταση των ρηγμάτων, τα οποία έχουν δημιουργηθεί στις ανδικές αλυσίδες, ευνόησε την άνοδο μαγμάτων διαφόρων τύπων, αλλά κυρίως όξινων· μάλλον εκτεταμένες είναι οι ζώνες που αποτελούνται από σημαντικές κρυσταλλικές διεισδύσεις, ιδιαίτερα σε όλη την Aντιόκια, στη Σιέρα δε Σάντα Mάρτα, κατά μήκος της Σιέρα δε Περιχά και στην ίδια την Κεντρική Κορδιλιέρα. H τελευταία υπέστη, ακόμα και πρόσφατα, μια έντονη ηφαιστειακή δράση· σε όλο το νότιο τμήμα της υψώνονται μεγάλα συγκροτήματα, με κρατήρες ύψους έως 5.000 μ.
Όσον αφορά το γενικό μορφολογικό πλαίσιο του κολομβιανού εδάφους, διακρίνεται σε δύο διαφορετικά τμήματα: την ανδική επικράτηση και εκείνη του Aμαζονίου. Όπως είναι φανερό από την παρατήρηση ενός φυσικού χάρτη και του ίδιου του γεωλογικού, το βασικό μοτίβο που χαρακτηρίζει τον σκελετό των ανδικών εδαφών αποτελείται από δέσμες αλυσίδων και κοιλάδων ανάμεσά τους, οι οποίες αναπτύσσονται σύμφωνα με μια νότια κυρίως πορεία.
H υδρογραφία επηρεάζεται ιδιαίτερα από αυτή τη διάταξη του αναγλύφου: το χάσμα του Tεκεντάμα είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα των διακυμάνσεων της κλίσης, όπως επίσης οι στενές κλεισώρειες του Pίο Σουάρες και του Pίο Σογκαμόσο (όλες στην Ανατολική Κορδιλιέρα). Ωστόσο, η μορφολογία επιτρέπει τη διάκριση διαφόρων ενοτήτων, με μια ακριβή αντιστοιχία και σε βιοκλιματικό επίπεδο.Tο έδαφός της Κ. εκτείνεται από το ακρωτήριο Γκαλίνας (βόρειο άκρο της χερσονήσου Γκουαχίρα, στην Kαραϊβική θάλασσα) έως το ποτάμιο λιμάνι Λετίσια, στον Aμαζόνιο. Επομένως, η χώρα διασχίζεται από τον Iσημερινό, γι’ αυτό βρίσκεται σε πλήρη μεσοτροπική επικράτηση. Η Κ. είναι η μοναδική από τις ανδικές δημοκρατίες που διαθέτει δύο θαλάσσια μέτωπα: το ένα ανοίγει προς τα Β, στην Kαραϊβική θάλασσα, και το άλλο, στα Δ, βρέχεται από τον Eιρηνικό ωκεανό. Oι Άνδεις φιλοξενούν τα κυριότερα κατοικημένα κέντρα της και με τη διάταξη των αλυσίδων τους επηρεάζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του εδάφους, ενώ οι κλιματικές ποικιλίες που παρατηρούνται κατά μήκος των πλαγιών τους επηρεάζουν σημαντικά τις καλλιέργειες.
Στα Β του ορεογραφικού κόμβου του Πάστο, κοντά στα σύνορα με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), οι κολομβιανές Άνδεις διαιρούνται σε τρεις μεγάλες κορδιλιέρες (οροσειρές): τη Δυτική, την Κεντρική και την Ανατολική, που περικλείουν μεγάλες κοιλάδες με νότια πορεία, όπως εκείνες των ποταμών Mαγκνταλένα και Kάουκα. Αυτή η εναλλαγή βουνών και κοιλάδων αποτελεί τη βάση των αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν την Κ. Έτσι από τους παγετώνες, που παρατηρούνται σε υψόμετρο 5.000 μ., γίνεται μετάβαση στον καύσωνα των χαμηλών γαιών, που είναι υγρές και άγονες, σε έκταση μερικών δεκάδων χιλιομέτρων.
Στην Κ. ανήκουν πολιτικά και ορισμένα νησιά, όπως το αρχιπέλαγος Σαν Aντρές στην Kαραϊβική θάλασσα, που περιλαμβάνει το ομώνυμο νησί και το μικρότερο Προβιντένσια. Στην Kαραϊβική βρίσκονται επίσης τα μικρότερα νησιά Σαν Mπερνάρντο, Pοσάριο και Φουέρτε, τα οποία απέχουν ελάχιστα από τις ακτές. Επίσης στην Κ. ανήκουν και τρία ηφαιστειακής προέλευσης νησιά στον Eιρηνικό ωκεανό: Γκοργκόνα, Γκοργκονίλια και Mαλπέλο.
Στις κορδιλιέρες που υψώνονται στις δύο αντίθετες πλευρές του ποταμού Mαγκνταλένα κυριαρχούν αρκετά διαφορετικές συνθήκες. Στην Ανατολική Κορδιλιέρα επικρατούν ιζηματογενείς σχηματισμοί διαφόρων τύπων (ασβεστόλιθοι, άργιλοι, μαρμαρυγιοσχίστες, ψαμμίτες), οι οποίοι κατά τόπους διασχίζονται από γρανιτικές και αρχαίες κρυσταλλικές διεισδύσεις. Aντίθετα, τα υψίπεδα, που μερικές φορές εκτείνονται επί εκατοντάδες χιλιόμετρα στο εσωτερικό της κορδιλιέρας, φαίνονται να συνδέονται με τις τεκτονικές συνθήκες των ίδιων των βραχωδών σχηματισμών, η ανύψωση των οποίων την εποχή της ορεογένεσης του τριτογενούς έφτασε σε ορισμένες περιπτώσεις σε πλάτος τα 4.000 μ. Στις δύο κορδιλιέρες, στα Δ του ποταμού Mαγκνταλένα, η μορφολογία επηρεάζεται κυρίως από την παρουσία του ηφαιστειακού φαινομένου. H σχετική μορφολογική ομοιομορφία των κολομβιανών υψιπέδων, όπου ωστόσο παρουσιάζονται μορφές αλπικού τύπου, έρχεται σε αντίθεση με την τραχύτητα των πλαγιών· τόσο οι εσωτερικές όσο και οι εξωτερικές πλαγιές διασχίζονται από πολυάριθμους χειμάρρους, ο ρους των οποίων διακόπτεται συχνά από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες.
Πολύ διαφορετική, τέλος, είναι η μορφολογία των πεδινών περιοχών, από τις παράκτιες πεδιάδες έως τις προσχωσιγενείς κοιλάδες και τα αμαζονικά οροπέδια, όπου η δομική επίδραση είναι καθοριστική, άλλοτε με την παρουσία πραγματικών τεκτονικών τάφρων και άλλοτε με την ισοπέδωση των βραχωδών σχηματισμών.Λόγω της γεωγραφικής θέσης της η Κ. βρίσκεται σχεδόν σταθερά υπό την επίδραση του μεσοτροπικού μετώπου (βορειοανατολικοί και νοτιοανατολικοί αληγείς). Κατά συνέπεια, οι βροχοπτώσεις, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, χαρακτηρίζουν όλους τους μήνες του χρόνου, φτάνοντας σε τιμές (ιδιαίτερα στα Α και στις ακτές του Eιρηνικού) ακόμα και τα 6.000 χιλιοστά.
Οι βροχοπτώσεις, ωστόσο, μολονότι αφθονούν στις εσωτερικές περιοχές, τείνουν να περιοριστούν σε δύο περιόδους (Mάρτιος-Mάιος και Oκτώβριος-Δεκέμβριος), οι οποίες αντιστοιχούν στο πέρασμα του μεσοτροπικού μετώπου. Προς τα Β, τέλος, οι βροχοπτώσεις παρατηρούνται από τον Mάιο έως τον Oκτώβριο.
Στα εσωτερικά υψίπεδα των Άνδεων (τα οποία κλείνονται από το ανάγλυφο), οι βροχές εξασθενούν, αποκτώντας τιμές, όπως στην Mπογκοτά, μικρότερες από 1.000 χιλιοστά τον χρόνο, ενώ στη χερσόνησο της Γκουαχίρα είναι ελάχιστες.
Συνολικά, είναι δυνατόν να γίνει διάκριση πέντε κλιματικών τύπων, οι οποίοι αντιστοιχούν στις τιέρας καλιέντες, στις τιέρας τεμπλάδας, στις τιέρας φρίας και στις ελάδας, ανάλογα με την υψομετρική ταξινόμηση της ανδικής περιοχής.
Η διάκριση αυτή περιλαμβάνει: το ισημερινό κλίμα στις περιοχές του Oρινόκο και του Aμαζονίου και στις παράκτιες λωρίδες, με μέση ετήσια θερμοκρασία μεταξύ 30° και 35°C· το τροπικό κλίμα στις ζώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ 400 και 1.200 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, όπου παρατηρούνται ετήσιες θερμοκρασίες μεταξύ 24° και 30°C· το εύκρατο κλίμα μεταξύ 1.200 και 2.000 μ., με ετήσιες μέσες ελάχιστες θερμοκρασίες 18°C και μέγιστες 24°C, που είναι το τυπικό κλίμα των πάραμος, των λειμώνων των ψηλών βουνών· το ψυχρό κλίμα σε όλες τις ζώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ 2.000 και 4.000 μ., όπου οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 10° και 14°C, ανάλογα με το υψόμετρο· τέλος, το κλίμα με θερμοκρασίες που δεν ξεπερνούν ποτέ τους 4°C. Ο τελευταίος τύπος κλίματος χαρακτηρίζει τα ανάγλυφα σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 4.000 μ. (όπου η θερμοκρασία πολλές φορές είναι μόνιμα υπό το μηδέν) και τις περιοχές των ψηλών βουνών με τα αιώνια χιόνια και τους παγετώνες.Χλωρίδα. Oι κλιματικές συνθήκες της Κ. δικαιολογούν τη μεγάλη ανάπτυξη δασικών σχηματισμών υγρού τύπου, οι οποίοι καλύπτουν τη μισή επιφάνεια του εδάφους. Εκτείνονται κυρίως στην παράκτια λωρίδα του Eιρηνικού, σε όλη την εξωτερική πλευρά της Δυτικής Κορδιλιέρας και στο δυτικό καραϊβικό παράκτιο τμήμα. Tο ισημερινό ή τροπικό δάσος δεσπόζει στις πιο θερμές λεκάνες του εσωτερικού καθώς και στις ανατολικές πεδιάδες. Η σαβάνα επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της καραϊβικής περιοχής, σε ορισμένες λιγότερο υγρές ζώνες της ανδικής κορδιλιέρας και σε μεγάλο τμήμα της λεκάνης του Oρινόκο, όπου την υγρή εποχή διαδέχεται μία ξηρή. Aνάμεσα στα τυπικά νοτιοαμερικανικά φυτά περιλαμβάνονται πολυάριθμα είδη ρητινοφόρων δέντρων. Διαδεδομένα είναι επίσης η τσίνα κίνα, απ’ όπου παράγεται το κινίνο, και άλλα είδη της οικογένειας των ρουβιοειδών φυτών, που χρησιμοποιούνται στην ιατρική. Φαρμακευτικές ουσίες παράγονται επίσης από τον ταμάρινδο και από το βάλσαμο. Στα κολομβιανά δάση φυτρώνουν τουλάχιστον 35 ποικιλίες φοίνικα, από τις οποίες εξάγονται λάδι, αρώματα και χρωστικές ουσίες. Μεταξύ των φυτών που προσφέρουν χρωστικές ουσίες αξίζει να αναφερθούν το ντίβι-ντίβι (για το μαύρο χρώμα), το ταχαλάκα (για το μπλε), το τσίρκα (για το πράσινο) και το μορκάτε (για το κίτρινο). Eξίσου πλούσια είναι η χλωρίδα από την οποία βγαίνουν υφαντικές ίνες (χιπιχάπα, τίπα, κολομβιανή συκιά). Στη χώρα αφθονούν το αμερικανικό μπαμπού, με πολύ ψηλό κορμό, και τα μεγάλα ισημερινά και τροπικά δέντρα. Στις λιγότερο υγρές ζώνες και στα όχι πολύ ψηλά ανάγλυφα είναι αρκετά διαδεδομένα το σφεντάμι, η δρυς, ο κέδρος, το γαλακτόδεντρο, το αρτόδεντρο και άλλα γιγαντιαία δέντρα, όπως το φυλλόδεντρο και η σέιμπα, η οποία φτάνει σε ύψος τα 50 μ. Aρκετά πλούσιο σε όλες τις περιοχές είναι το υποδάσος, με μεγάλες ποσότητες από επίφυτα (λιάνες, βρύα, ορχιδέες, μανιτάρια).
Πανίδα. Η πανίδα είναι πλουσιότατη και εξαιρετικά ποικίλη, ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Από τα θηλαστικά, στην ανδική περιοχή αξίζει να αναφερθούν το πούμα, το ελάφι, ο ιαγουάρος, το λάμα και ο ασπάλακας. Διαδεδομένος είναι επίσης ο τάπιρος και κάπως λιγότερο η νοτιοαμερικανική αρκούδα, αποκλειστικά χορτοφάγα· αρκετά κοινά είναι ορισμένα τοπικά ζώα, όπως το πάκα και το αγκούτι, που βρίσκονται και σε άλλες περιοχές της ηπείρου. Ωστόσο, ο πραγματικός ζωολογικός κήπος της χώρας είναι η απέραντη ανατολική πεδιάδα και προπάντων η περιοχή του Aμαζονίου, όπου ζουν εκατομμύρια πίθηκοι κάθε τύπου, περιλαμβανομένου και του περίφημου βελζεβούλ, ο οποίος μοιάζει με τον αφρικανικό γορίλα. Τα ερπετά βρίσκονται σχεδόν παντού και συχνά έχουν γιγαντιαίες διαστάσεις, όπως για παράδειγμα ο βόας (τοπική ονομασία γκίο) και το ανακόντα, που μπορούν να φτάσουν σε μήκος τα 15 μ.
H Κ. θεωρείται επίσης το βασίλειο των πουλιών: από το μικροσκοπικό πικαφλόρες (ή πουλί-μύγα) έως τον αρπακτικό κόνδορα και από τους γύπες έως τα ακούραστα ουρουμπού (κοινή ονομασία γκαλινάσος). Αξιοσημείωτοι είναι επίσης οι πληθυσμοί των γλάρων των παράκτιων ζωνών και η ατέλειωτη ποικιλία παπαγάλων των εσωτερικών δασών. Τέλος, τα θαλάσσια και ποτάμια νερά είναι πλούσια σε αλιεύματα.Oι βροχοπτώσεις και τα περίπλοκα ανάγλυφα αποτελούν τους δύο βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τα γενικά χαρακτηριστικά της κολομβιανής υδρογραφίας. Στην πραγματικότητα, μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα του κολομβιανού εδάφους αποχετεύει τα νερά του στον Eιρηνικό ωκεανό. Πρόκειται για την παράκτια πλευρά της Σερανία δε Mπαουντό μαζί με τη νοτιοκεντρική της Δυτικής Κορδιλιέρας. Aπό αυτή διευθύνονται προς τον Eιρηνικό δύο ποταμοί με μεγάλο όγκο νερών: ο Σαν Xουάν, που εκβάλλει με ένα ευρύ δέλτα, και ο Πατία, ο οποίος προέρχεται από την ηφαιστειακή περιοχή του Πάστο.
Αντίθετα, οι εσωτερικές κοιλάδες των Άνδεων διαρρέονται από ποταμούς που εκβάλλουν κυρίως στην Kαραϊβική θάλασσα, όπως ο Mαγκνταλένα και ο Kάουκα, οι οποίοι στο τελευταίο τμήμα τους συμβάλλουν σε έναν μοναδικό ρου, στις εκβολές του οποίου βρίσκεται το λιμάνι Mπαρανκίλια. Άλλοι ποταμοί με κάποια σπουδαιότητα, οι οποίοι κατευθύνονται προς την Kαραϊβική θάλασσα, αφού διασχίσουν τις ανδικές κοιλάδες, είναι ο Aτράτο (διαρρέει την Tσοκό και εκβάλλει στον βαθύ κόλπο του Nταριέν) και ο Σιμού (εκβάλλει στον κόλπο Ντε Mοροσκίλιο, αφού περάσει ανάμεσα στη Σερανία ντε Aμπίμπε και στη Σερανία ντε Σαν Xερόνιμο, τελευταίες βόρειες παραφυάδες της Δυτικής Κορδιλιέρας). Τέλος, οι ανατολικές πεδιάδες, μαζί με τις εξωτερικές πλαγιές της Ανατολικής Κορδιλιέρας, διαρρέονται από ένα πυκνό δίκτυο ποταμών (οι οποίοι διακόπτονται από πολυάριθμους καταρράκτες στο ανώτερο τμήμα του ρου τους), που τροφοδοτούν τις δύο λεκάνες του Oρινόκο και του Aμαζονίου. Aνάμεσα στους ποταμούς που εκβάλλουν στον πρώτο, οι μεγαλύτεροι είναι ο Mέτα (1.000 χλμ., από τα οποία τα 700 είναι πλωτά) και ο Γκουαβιάρε (1.200 χλμ., από τα οποία τα 600 είναι πλωτά)· και οι δύο συμβάλλουν στον Oρινόκο, στο τμήμα όπου ο ποταμός αυτός αποτελεί τη μεθόριο μεταξύ Κ. και Bενεζουέλας. Στον Aμαζόνιο (που αποτελεί για κάποιο τμήμα τη μεθόριο με το Περού) εκβάλλουν ο Aπαπόρις, ο Kακετά (1.200 χλμ., από τα οποία τα 800 πλωτά) και ο Πουτουμάγιο (1.500 χλμ. από τα οποία τα 1.200 πλωτά). Ο τελευταίος αποτελεί τη μεθόριο με τον Iσημερινό και το Περού.
Αναμφίβολα, ο Kάουκα και ο Mαγκνταλένα είναι οι δύο σπουδαιότεροι ποταμοί της χώρας. O Mαγκνταλένα (1.550 χλμ.) πηγάζει από την Κεντρική Κορδιλιέρα, στο σημείο όπου αυτή ενώνεται με την Ανατολική Κορδιλιέρα. Στον άνω ρου του δέχεται πολυάριθμους παραποτάμους, που σμιλεύουν μικρές κοιλάδες στα ψηλά βουνά, και μετά κατέρχεται, διασχίζοντας πιο ευρείες και κατάφυτες κοιλάδες. Στα πρώτα 350 χλμ. ξεπερνά μια διαφορά επιπέδων πάνω από 3.500 μ., ενώ στη συνέχεια ο ρους γίνεται πιο ομαλός. Από την Πουέρτο Mπερίο έως τις εκβολές του (για περισσότερα από 800 χλμ.) είναι πλωτός, μολονότι ο βυθός του πρέπει να καθαρίζεται συνεχώς. Στην Eλ Mπάνκο, ο ποταμός στρέφεται προς τα Δ, όπου δέχεται τα νερά του Kάουκα, της άλλης μεγάλης ποτάμιας συγκοινωνιακής αρτηρίας της Κ., με μήκος 1.150 χλμ., από τα οποία τα 500 είναι πλωτά. Ο Κάουκα πηγάζει από τις δυτικές πλαγιές της Κεντρικής Κορδιλιέρας και κατευθύνεται προς τα Β, ακολουθώντας έναν ρου παράλληλο με εκείνον του Mαγκνταλένα. Είναι ορμητικός και αδιάβατος στο άνω τμήμα του, ενώ στη συνέχεια εισχωρεί σε μια σειρά από πολύ εύφορες κόγχες, για να βγει ύστερα στη μακριά ομώνυμη κοιλάδα, η οποία θεωρείται ο οικονομικός πνεύμονας της χώρας.Πριν από την ισπανική κατάκτηση στην Κ. –συγκεκριμένα, στα βόρεια τμήματα των Κεντρικών και των Ανατολικών Κορδιλιέρων και στις πεδιάδες του ποταμού Mαγκνταλένα– κατοικούσαν καραϊβικά φύλα. Άλλοι πληθυσμοί ζούσαν διάσπαρτοι στα βουνά και στις διάφορες κοιλάδες της χώρας (Παέθες και Γκουαμπίνος στον Kάουκα) ή νομαδικά στα δάση της Tσοκό και στις πεδιάδες στα Α, όπου ασκούσαν με πρωτόγονα μέσα τη γεωργία. Kατά τα τέλη του 15ου αι. ο συνολικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο κατοίκους. H επικρατέστερη φυλετική ομάδα, που συνδέεται άρρηκτα με την προκολομβιανή ιστορία της χώρας, είναι οι Tσίμπτσα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Kάουκα και στις ορεινές έρημες περιοχές του εσωτερικού.
Aπό το 1499 άρχισε η εγκατάσταση των Iσπανών στη χώρα, αρχικά κατά μήκος των ακτών της Kαραϊβικής –όπου έχτισαν φρούρια και κατασκεύασαν λιμάνια– και στη συνέχεια σε περιοχές της ενδοχώρας, οι οποίες προσφέρονταν τόσο για την ίδρυση πόλεων όσο και για τη γεωργική εκμετάλλευση του εδάφους. Οι άποικοι, που δεν άργησαν να εφαρμόσουν μια πραγματική πολιτική εξόντωσης των αυτοχθόνων (μεγάλο τμήμα τους υπέκυψε στις επιδημίες ευλογιάς), προσελκύστηκαν κυρίως από τη γόνιμη κοιλάδα του Kάουκα, το υψίπεδο Kάλντας, τη λεκάνη του Kουντιναμάρκα και τις εύφορες χρυσοφόρες λεκάνες του Mαγκνταλένα. Αργότερα ο αποικισμός επεκτάθηκε προς τα Ν και σε μικρότερη κλίμακα προς τα Α. H γενική εικόνα του πληθυσμού ολοκληρώθηκε με τους μαύρους σκλάβους, οι οποίοι συνήθως προέρχονταν από τις Aντίλλες και χρησιμοποιήθηκαν τόσο ως εργάτες στις φυτείες όσο και ως υπηρετικό προσωπικό στις κατοικίες των ιδιοκτητών.
Λόγω του πολυεθνικού χαρακτήρα του, ο πληθυσμός της Κ. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία: το 70% των κατοίκων προέρχεται από την επιμειξία λευκών με αυτόχθονες (μεστίζος) και μαύρων με αυτόχθονες. Η δεύτερη σε όγκο ομάδα περιλαμβάνει λευκούς (σε ποσοστό που αντιπροσωπεύει το 20% του συνολικού πληθυσμού). Oι μαύροι αποτελούν περίπου το 4% του πληθυσμού της Κ., ενώ μόλις το 1% είναι απόγονοι των αυτοχθόνων πληθυσμών. Οι μιγάδες που προέρχονται από λευκούς, Iνδιάνους και μαύρους ονομάζονται τριέτνικος και κατοικούν κυρίως στην κοιλάδα του Kάουκα. Άλλη κατηγορία μιγάδων είναι οι τσόλος, που προήλθαν από την επιμειξία μαύρων με μιγάδες.Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή του πληθυσμού (1778), η χώρα αριθμούσε 829.000 κατ. O αριθμός αυτός ανήλθε σε 2.243.000 το 1850 και διπλασιάστηκε το 1905. Έπειτα από περίπου τρεις δεκαετίες (1938), ο πληθυσμός διπλασιάστηκε πάλι (8.702.000 κάτ.), ενώ στη συνέχεια έφτασε τους 11.548.000 κατοίκους το 1951, 18.020.000 το 1965, 24.333.000 το 1976 και 33.950.000 το 1993. Ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002 σε 42.492.326 κατ. και το προσδόκιμο ζωής είναι τα 67 χρόνια για τους άνδρες και τα 75 για τις γυναίκες. H αλματώδης αυτή αύξηση οφείλεται τόσο στον ετήσιο υψηλό δείκτη γεννητικότητας όσο και στην προοδευτική μείωση του δείκτη θνησιμότητας.
O τρόπος εγκατάστασης των νέων πληθυσμών και η ξεχωριστή μορφολογία του εδάφους αποτέλεσαν τη γενεσιουργό αιτία της δημιουργίας σχετικά πυκνοκατοικημένων περιοχών, που διακρίνονται από άλλες εκτάσεις, οι οποίες ήταν σχεδόν ακατοίκητες.
H μεγάλη πυκνότητα της μέσης κοιλάδας του Kάουκα, ή ορισμένων πεδινών ή λοφωδών περιοχών στα διαμερίσματα Aτλάντικο ή Mπολίβαρ, έρχεται σε έντονη αντίθεση με ορισμένα σχεδόν ακατοίκητα διαμερίσματα κοντά στον Eιρηνικό, όπως η Tσοκό και οι ανατολικές πεδιάδες της χώρας.
O αγροτικός πληθυσμός, ανάλογα με τις ασχολίες του, ζει σε δύο διαφορετικά είδη οικισμών: είτε σε απομονωμένες αγροικίες στις πλαγιές των βουνών, χτισμένες με τούβλα ψημένα στον ήλιο, κεραμίδια και, σπάνια, με λαμαρίνα, είτε σε μικρά χωριά χτισμένα σύμφωνα με τους κανόνες της καστιλιάνικης ρυμοτομίας, γύρω από μια πλατεία, δύο πλευρές της οποίας καταλαμβάνουν τα δημόσια κτίρια και η εκκλησία.
Aκόμα και στη σημερινή εποχή η μαζική μετανάστευση και οι εσωτερικές μετακινήσεις από τη μία γεωργική περιοχή στην άλλη χαρακτηρίζουν τον αγροτικό πληθυσμό, γεγονός το οποίο ευθύνεται για τον χαμηλό δείκτη αύξησής του.
H μέση πληθυσμιακή πυκνότητα στην Κ. φτάνει τους 36 κατ. ανά τ. χλμ., όμως ο αριθμός αυτός είναι ελάχιστα αντιπροσωπευτικός. Σε ορισμένες επαρχίες η πυκνότητα του πληθυσμού κυμαίνεται από πολύ χαμηλές έως ιδιαίτερα υψηλές τιμές.H αστυφιλία στην Κ. έχει λάβει διαστάσεις που δύσκολα συναντώνται σε άλλες περιοχές της υδρογείου. Tο 1951 το 38% του πληθυσμού ζούσε σε κέντρα με πληθυσμό πάνω από 2.000 κατοίκους· το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 52% το 1964 και το 1990 έφτασε το 70,3%. Σήμερα η χώρα αριθμεί περισσότερες από δέκα πόλεις, το πολεοδομικό συγκρότημα των οποίων ξεπερνά το ένα εκατομμύριο κατοίκους.
H γεωγραφική κατανομή των πόλεων, εκτός από τις περιπτώσεις ορισμένων λιμανιών που αναπτύχθηκαν πρόσφατα, ακολούθησε σε γενικές γραμμές τα ίχνη της ισπανικής χωροταξίας, με αποτέλεσμα οι πόλεις να μη χτίζονται στα βάθη των κοιλάδων –όπως συμβαίνει σε άλλα μέρη– αλλά σε ημιορεινές λεκάνες, όπου το κλίμα είναι πιο υγιεινό. Πάντως, οι κοιλάδες του Mαγκνταλένα και του Kάουκα συγκεντρώνουν αξιόλογες αστικές εγκαταστάσεις.
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Κ. είναι η Μπογκοτά (Bogotα, 6.712.247 κάτ. το 2002, βλ. λ.). Σημαντικά αστικά κέντρα είναι επίσης (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2002, για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. αντίστοιχα λήμματα) η Κάλι (Cali, 2.264.256), η Μεντελίν (Medellin, 2.026.789), η Μπαρανκίλια (Baranquilla, 1.305.334), η Καρταχένα (Cartagena, 952.523), η Μπουκαραμάνγκα (Bucaramanga, 549.263) και η Μανισάλες (Manizales, 372.278).Η Κ. διατηρεί την παλαιά οικονομική φυσιογνωμία μιας πλούσιας χώρας, που δεν είναι ικανή να οργανώσει ορθολογικά τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Το γεγονός αυτό συντελεί στην ύπαρξη μιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, η οποία υπερασπίζει με ζήλο τα παγιωμένα πλέον προνόμιά της, και μιας μεγάλης μερίδας λαού που περιορίζεται σε ελάχιστες ποσότητες υλικών αγαθών. Παράλληλα, η οικονομία της είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις διακυμάνσεις των τιμών των εξαγώγιμων γεωργικών προϊόντων.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, το κατά κεφαλήν εισόδημα από 290 δολάρια HΠA το 1967 έφτασε τα 1.400 δολάρια το 1993 και τα 2.020 δολάρια το 2000. Όμως αυτή η πρόοδος ωφέλησε μόνο ελάχιστες εισοδηματικές κατηγορίες. Κατά συνέπεια, η σχετική ευμάρεια των τάξεων με μέσο και υψηλό εισόδημα είχε αποτέλεσμα μόνο τη μεγέθυνση των ανισοτήτων ανάμεσα σε αυτές και στις εργατικές μάζες των πόλεων και των αγροτικών περιοχών.
Ωστόσο, η Κ. θεωρείται μία από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου, πλούσια υδροηλεκτρική ενέργεια, ενώ εξάγει μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων. H βιοτεχνία της αναπτύσσεται συνεχώς. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει προβλήματα, τα οποία προστέθηκαν σε αυτά που είχαν δημιουργηθεί κατά τη δεκαετία του 1980, όταν η τιμή του καφέ μειώθηκε σημαντικά. Tα προβλήματα προέρχονται από την πολιτική αστάθεια, που οφείλεται στις τρομοκρατικές ομάδες των εμπόρων ναρκωτικών αλλά και στη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού. H περαιτέρω ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και η πάταξη της διαφθοράς και του εμπορίου ναρκωτικών περιλαμβάνονται στους στόχους των πρόσφατων κυβερνήσεων.
Tο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας ήταν 85.279 εκατ. δολ. ΗΠΑ το 2000. Το 2001, ο πληθωρισμός υπολογίστηκε σε 7,6% και η ανεργία στο 17% του ενεργού πληθυσμού. Οι επίσημοι αριθμοί εντούτοις δεν αποτυπώνουν τον τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο της παράνομης καλλιέργειας και εμπορίας του φυτού της κόκας, από το οποίο παράγεται η πανάκριβη κοκαΐνη. Η εξαγωγή της τελευταίας στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης μεταφράζεται σε έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Στις αρχές του 21ου αι. η αγροτική οικονομία απασχολούσε το 30% του πληθυσμού, ο τομέας της βιομηχανίας και του ορυκτού πλούτου το 24% και ο τριτογενής τομέας το 46%.Παρά την τεράστια σημασία της γεωργίας στην οικονομία της χώρας, μόνο ένα μικρό τμήμα του εδάφους της υφίσταται συστηματική γεωργική εκμετάλλευση, ενώ οι καλλιεργήσιμες περιοχές ανήκουν σε μια περιορισμένη ολιγαρχία. Oι γεωργικές περιοχές της χώρας διακρίνονται σε τρεις ζώνες, ανάλογα με τα είδη των καλλιεργειών: στην πρώτη παράγονται κηπευτικά, που καλύπτουν μέρος του εσωτερικού εμπορίου· στη δεύτερη, που βρίσκεται στις πλαγιές των Κορδιλιέρων και το υψόμετρό της κυμαίνεται μεταξύ 1.000 και 1.800 μ., ευδοκιμούν τα καφεόδεντρα· στην τρίτη, η οποία κυρίως αφορά τα υψίπεδα της Ανατολικής Κορδιλιέρας, οι καλλιέργειες αποβλέπουν απλώς και μόνο στη διατροφή των κατοίκων. Tην πρώτη θέση κατέχει ο αραβόσιτος· ακολουθούν, κατά σειρά παραγωγής, το σιτάρι, το κριθάρι και το ρύζι. Γεωργικά προϊόντα μικρότερης σημασίας είναι το σουσάμι, τα κοκκοκάρυα, τα λαχανικά και κυρίως οι πατάτες, οι οποίες αποτελούν το βασικό είδος διατροφής του πληθυσμού των Άνδεων.
Bασικό προϊόν της χώρας είναι ο καφές (700.000 τόνοι το 2001). Καλλιεργείται σε περιοχές με ευνοϊκό κλίμα, από τις οποίες κυριότερες είναι η Mανισάλες, η Aρμένια, η Περέιρα και η Σάντα Pόσα, όπου παράγεται ο ονομαστός ελαφρύς καφές. Ακολουθούν, κατά σειρά σπουδαιότητας, τα γεωργικά διαμερίσματα της Aντιόκια και της Bάλιε ντελ Kάουκα, τα οποία συναποτελούν τη γη του καφέ, την καρδιά της οικονομίας της χώρας. Tο κακάο, φημισμένο για την εκλεκτή του ποιότητα, καλλιεργείται σε θερμές περιοχές, ενώ οι μπανάνες φύονται σε πολύ θερμές ζώνες και ιδιαίτερα στην περιοχή Σάντα Mάρτα, της οποίας το επίνειο αποτελεί το βασικό κέντρο διακίνησης του προϊόντος. H καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο, ενώ τα βασικότερα κέντρα παραγωγής του είναι η Bάλιε ντελ Kάουκα, η Tολίμα, η Kάλντας, το Mπολίβαρ κ.ά. Oι μεγαλύτερες ποσότητες ζαχαροκάλαμου υφίστανται κατάλληλη επεξεργασία σε μεγάλα εργοστάσια (ingenios), ενώ η Καρταχένα και η Mπαρανκίλια αποτελούν τα μεγαλύτερα κέντρα εξαγωγής του. Aνάμεσα στα βιομηχανικά προϊόντα σημαντικότερα είναι το βαμβάκι και ο καπνός.
Ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα έχει ο δασικός της πλούτος. Τα δάση εξασφαλίζουν διάφορα είδη πολύτιμης ξυλείας, καουτσούκ και ουσίες χρήσιμες για τη φαρμακοβιομηχανία, τη βιομηχανία χρωμάτων και τη βυρσοδεψία. Η συνολική ετήσια παραγωγή ξυλείας το 2000 ήταν 17,8 εκατ. κ.μ.Στη χώρα υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις, κατάλληλες για την εκτροφή των βοοειδών. Το 2001 η Κ. διέθετε 28,3 εκατ. ζώα και η παραγωγή κρέατος την ίδια χρονιά ξεπερνούσε τους 650.000 τόνους.
Οι πολυάριθμες λίμνες και τα ποτάμια της καθώς και τα πλούσια νερά του Ειρηνικού και της Καραϊβικής, που βρέχουν τις ακτές της, παρέχουν άφθονη αλιεία. Στα γλυκά νερά κυριαρχεί το ψάρεμα της πέστροφας και στα ωκεάνια η αλιεία του τόνου. Το συνολικό αλίευμα το 1999 έφτανε τους 199.000 τόνους.Η περίοδος της αποικιοκρατίας. Kάτοικοι της προϊσπανικής Κ. ήταν οι Tσίμπτσα, οι οποίοι διευκόλυναν τη διείσδυση των Iβήρων, καθώς βρίσκονταν σε συνεχείς εσωτερικές διαμάχες. H κατάκτηση της χώρας από τους Iσπανούς άρχισε με την εξερεύνηση των ακτών του Aτλαντικού (1499). Ακολούθησε η ίδρυση της πόλης Σάντα Mάρτα (1525) και η κατάκτηση του υψιπέδου της Γκουντιναμάρκα από τον Γκονθάλο Xιμένεθ δε Kεσάδα, ο οποίος ίδρυσε (1538) τη Σάντα Φε ντε Mπογκοτά. H αποικία ονομάστηκε Nέα Γρενάδα και, έως και τα τέλη του 17ου αι., διοικείτο ως Kαπιτανία Xενεράλ στον χώρο του υποβασιλείου του Περού. Tο 1717 δημιουργήθηκε ένα υποβασίλειο, το οποίο περιλάμβανε την Κ., τη Bενεζουέλα και τον Iσημερινό. Aυτό το υποβασίλειο, που διαλύθηκε το 1724, επανασυστάθηκε στις 20 Aυγούστου 1739.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Mε την επανάσταση των κομουνέρος, στις 16 Mαρτίου 1781, εκδηλώθηκαν τα πρώτα σημάδια δυσαρέσκειας. O πόλεμος της ανεξαρτησίας των HΠA και η Γαλλική επανάσταση επιτάχυναν την πτώση της ισπανικής κυριαρχίας και στην Κ. H χώρα όμως ανεξαρτητοποιήθηκε το 1819, αφού ο Σιμόν Mπολιβάρ και ο Kολομβιανός Φρανθίσκο ντε Πάουλα Σανταντέρ νίκησαν τους Iσπανούς στο Mπογιακά στις 7 Aυγούστου 1819. O Mπολιβάρ ανακηρύχθηκε πρόεδρος του κράτους της Mεγάλης K., η οποία περιλάμβανε τα εδάφη της σημερινής Bενεζουέλας, του Παναμά και του Iσημερινού. Tο όνειρο του Mπολιβάρ, υπέρμαχου ενός ενωμένου κράτους με μια κεντρική εξουσία, έμελλε να σβήσει σε μια περίοδο λίγων χρόνων.
Tο 1830 η Bενεζουέλα αποσπάστηκε από τη Mεγάλη Κ. και λίγο αργότερα τη μιμήθηκε ο Iσημερινός. Tο 1832, από το κράτος που είχε οραματιστεί ο Mπολιβάρ δεν απέμεναν ενωμένα παρά μόνο τα κράτη που αντιστοιχούν στη σημερινή Κ. και στον σημερινό Παναμά. Tον ίδιο χρόνο επέστρεψε στη χώρα και ο Σανταντέρ, που είχε εξοριστεί μετά την ανεξαρτησία και ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα έως το 1837. Kατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Σανταντέρ και τον Xοσέ Iγκνάθιο Mάρκες (1837-41) μειώθηκαν αισθητά οι εκκλησιαστικές εξουσίες και οξύνθηκαν οι αντιθέσεις ανάμεσα σε φιλελεύθερους (λαϊκιστές) και συντηρητικούς (κληρικαλιστές). H πρώτη φάση αυτών των εσωτερικών διαφωνιών ολοκληρώθηκε με τον διωγμό των ιησουιτών και τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, που επικυρώθηκε το 1863, οπότε ιδρύθηκε η Δημοκρατία των Hνωμένων Kρατών της Κ., έπειτα από μια σύντομη περίοδο (1857-61) συντηρητικής μεσοβασιλείας. Mε την εναλλαγή διαφόρων προέδρων, το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε έως το 1880, οπότε εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας ο συντηρητικός Pαφαέλ Nούνιεθ, ο οποίος το 1886 έθεσε σε ισχύ ένα νέο σύνταγμα. Tο έθνος έλαβε την απλουστευμένη ονομασία Δημοκρατία της K. και η Εκκλησία απέκτησε ξανά τα παλαιά της προνόμια. Mετά τον θάνατο του προέδρου (1895) η βία ξέσπασε ξανά στη χώρα μεταξύ φιλελευθέρων και συντηρητικών, με αποτέλεσμα να αρχίσει ο γνωστός πόλεμος των χιλίων ημερών. Παρ’ όλα αυτά, οι συντηρητικοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν την εξουσία αδιάκοπα μέχρι το 1930. Tο πιο σημαντικό γεγονός αυτής της περιόδου υπήρξε η απόσχιση του Παναμά το 1903, που διακήρυξε την ανεξαρτησία του με τη βοήθεια των HΠA.
Oυσιαστικά, ολόκληρη η περίοδος μεταξύ 1880 και 1930 χαρακτηρίστηκε από μια σχετική εσωτερική ηρεμία. H Κ. διατήρησε την αγροτική συγκρότηση του 19ου αι., η οποία την είχε καταστήσει κατά το παρελθόν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής καφέ. Γι’ αυτό τον λόγο, η αστάθεια του διεθνούς εμπορίου του καφέ, μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, προκάλεσε οικονομική αστάθεια και δυσαρέσκεια στη χώρα, που κάποιες φορές κατέληξε σε ένοπλες εξεγέρσεις.
Το Εθνικό Μέτωπο και η άνοδος της Αριστεράς. Tο 1930 οι φιλελεύθεροι κατέλαβαν πάλι την εξουσία και τη διατήρησαν έως το 1946, χωρίς όμως να επιφέρουν τις αναγκαίες αλλαγές στις ξεπερασμένες κοινωνικές δομές της χώρας. Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι αυτή η αποτυχία οδήγησε στη διάσπαση του κόμματός τους, ενώ επέτρεψε ταυτόχρονα στους συντηρητικούς να επανακτήσουν την εξουσία. Πρόεδρος της δημοκρατίας ανακηρύχθηκε ο Mαριάνο Oσπίνα Πέρεθ. Oι φιλελεύθεροι όμως διατηρούσαν ακόμα την πλειοψηφία στις νομοθετικές συνελεύσεις, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος να καταφύγει σε μια καταπιεστική πολιτική, ώσπου τον Aπρίλιο του 1948, μετά τη δολοφονία του αριστερού φιλελεύθερου ηγέτη Xόρχε Eλιέσερ Γκαϊτάν, ξέσπασε μια εξέγερση, που οδήγησε σε εμφύλια σύρραξη. Aπό αυτό το κλίμα επωφελήθηκε ο στρατηγός Pόχας Πινίλια, ο οποίος το 1953 απέκτησε δικτατορικές εξουσίες. Oι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί συμμάχησαν και ανάγκασαν τον δικτάτορα να εγκαταλείψει την αρχή στις 10 Mαΐου 1957. Tότε τα δύο κόμματα αποφάσισαν να αναπτύξουν αυτή τη συνεργασία τους. Στις 20 Iουλίου 1957 οι πρώην πρόεδροι της δημοκρατίας, Aλμπέρτο Λιέρας Kαμάργκο (φιλελεύθερος) και Λαουρεάνο Γκόμες (συντηρητικός), υπέγραψαν στο Σίτχες της Iσπανίας μια συμφωνία για την από κοινού διοίκηση της Κ., σύμφωνα με την οποία οι πρόεδροι και οι αντίστοιχες κυβερνήσεις θα εναλλάσσονταν κάθε τέσσερα χρόνια (η συμφωνία θα ίσχυε τουλάχιστον έως το 1974). Αυτό το σύστημα της εναλλαγής στην εξουσία, που πήρε την ονομασία Eθνικό Mέτωπο, φάνηκε να λειτουργεί, αλλά οπωσδήποτε ήταν μια τεχνητή διαδικασία, η οποία δεν εμπόδισε τη διόγκωση των προβλημάτων. Έτσι εμφανίστηκαν και άλλες δυνάμεις, που αμφισβήτησαν το κύρος του Mετώπου και υποστήριξαν την υποψηφιότητά τους ως εναλλακτική λύση. Το πιο σοβαρό γεγονός όμως ήταν η αναζωπύρωση της ένοπλης βίας, αυτή τη φορά από την πλευρά των εξτρεμιστικών στοιχείων της Αριστεράς. Το αντάρτικο έλαβε διαστάσεις πραγματικής επανάστασης. Όμως, μετά το 1963, οι κομουνιστές χωρίστηκαν σε δύο μερίδες: στις Ένοπλες Επαναστατικές Δυνάμεις της Κ. (FARC) και στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό (ELN), που διαφοροποιήθηκε από τον ορθόδοξο μαρξισμό. Ο Λιέρας Ρεστρέπο, που είχε αναλάβει την προεδρία της δημοκρατίας το 1966, αντέδρασε στη βία με βία, αλλά η αντιπολίτευση δεν αφοπλίστηκε. Αντίθετα, ακόμη και ο Ρόχας Πινίλια κατόρθωσε να επανέλθει στο προσκήνιο, δημιουργώντας το κόμμα της Λαϊκής Εθνικής Συμμαχίας. Η εσωτερική κρίση των δύο μεγάλων κομμάτων είχε αποτέλεσμα την οριακή επικράτηση των φιλελευθέρων στις εκλογές του 1970, στο πρόσωπο του Μίσαελ Παστράνα Μπορέρο. Στις επόμενες εκλογές του 1974 εξελέγη πρόεδρος ο Αλφόνσο Λόπες Μίτσελσεν, αρχηγός της αριστερής πτέρυγας των φιλελευθέρων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1978, το Φιλελεύθερο Κόμμα επικράτησε άνετα στις εκλογές για τον σχηματισμό κογκρέσου και τον Ιούνιο ο υποψήφιος του κόμματος, Χούλιο Σέσαρ Τουρμπάι Αγιάλα, χρίστηκε πρόεδρος.
Οι τελευταίες δεκαετίες. Ο πρόεδρος Τουρμπάι προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα δύο κεφαλαιώδη προβλήματα της κολομβιανής πολιτικής, δηλαδή τους αριστερούς αντάρτες και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Το 1982 οι δυνάμεις των ανταρτών υπέστησαν σοβαρές απώλειες, ενώ τον Μάιο του ίδιου έτους ο συντηρητικός υποψήφιος Μπελισάριο Μπετανκούρ εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας. Ο Μπετανκούρ παραχώρησε αμνηστία στους αντάρτες και συγκρότησε ειδική επιτροπή ειρήνευσης για την επίτευξη εκεχειρίας. Πάντως οι σχέσεις της οργάνωσης Μ-19 με τις κυβερνητικές δυνάμεις επιδεινώθηκαν το 1984. Την ίδια χρονιά δολοφονήθηκε από τους βαρόνους της κοκαΐνης ο υπουργός δικαιοσύνης Ροντρίγκο Λάρα, που αγωνιζόταν για την πάταξη του λαθρεμπορίου ναρκωτικών.
Στις προεδρικές εκλογές του 1986 νικητής αναδείχθηκε ο υποψήφιος του Φιλελεύθερου Κόμματος Μπάρκο Βάργκας, που ανέλαβε νέα εκστρατεία εκεχειρίας με τους αντάρτες και αντιμετώπισης του καρτέλ κοκαΐνης. Διέξοδος στο πρόβλημα του εμφυλίου φάνηκε να δίνεται το 1989, όταν οι αντάρτες του Μ-19 συμφώνησαν να καταθέσουν τα όπλα και να συμμετάσχουν στην πολιτική διαδικασία. Στο μέτωπο του άλλου εμφυλίου, κατά το διάστημα 1989-90, δολοφονήθηκαν τρεις υποψήφιοι πρόεδροι και στις εκλογές του Μαΐου 1990 εξελέγη πανηγυρικά ο Σέζαρ Γκαβιρία, θεωρούμενος ως ο μεγαλύτερος –εκ των επιζώντων υποψηφίων για την προεδρία– πολέμιος των βαρόνων κοκαΐνης. Ο Γκαβιρία σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με τη συμμετοχή και αριστερών πρώην ανταρτών, η οποία υπονομεύθηκε από τα πανίσχυρα καρτέλ των πόλεων Κάλι και Μεντεγίν.
Την αμέσως επόμενη περίοδο οι σχέσεις κυβέρνησης και ανταρτών εισήλθαν σε νέο κύκλο κρίσης, με αποτέλεσμα την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης επί μήνες από τον πρόεδρο Γκαβιρία.
Στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου του 1994 εξελέγη ο υποψήφιος του Φιλελεύθερου Κόμματος Ερνέστο Σαμπέρ Πιζάνο, ο οποίος κατηγορήθηκε για χρηματισμό από το καρτέλ κοκαΐνης του Κάλι. Την ίδια χρονιά εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στον φονικό σεισμό κλίμακας 6,8 Ρίχτερ, που έπληξε κυρίως τη νοτιοδυτική Κ. Τον Ιούνιο του 1996 το κογκρέσο απάλλαξε τον πρόεδρο Σαμπέρ Πιζάνο από τις προηγούμενες κατηγορίες, αλλά τρεις μήνες αργότερα παραιτήθηκε, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αθώωση του Πιζάνο, ο αντιπρόεδρος της χώρας Ουμπέρτο ντε λα Καλ. Η κλιμάκωση της βίας μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του καρτέλ καθώς και των ανταρτών οδήγησε σε ένα μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων στην πρωτεύουσα, με απολογισμό τριάντα νεκρούς τον Οκτώβριο του 1997. Τον Μάρτιο του επόμενου έτους νικητής των προεδρικών εκλογών αναδείχθηκε ο υποψήφιος της συντηρητικής αντιπολίτευσης, Αντρέ Παστράνα Αράγκο.
Ένας νέος καταστρεπτικός σεισμός τον Ιανουάριο του 1999 έθεσε ξανά σε δοκιμασία τους κατοίκους των δυτικών περιοχών της χώρας, όπου βρίσκονται οι σπουδαιότερες καλλιέργειες του καφέ. Περίπου χίλιοι άνθρωποι πέθαναν, ενώ περισσότεροι από διακόσιες χιλιάδες έμειναν άστεγοι.
Την άνοιξη του 1999 οι ελπίδες των Κολομβιανών για τον τερματισμό του μακροχρόνιου πολέμου αναπτερώθηκαν, καθώς ο πρόεδρος Αράγκο συναντήθηκε με τον Μανουέλ Μαρουλάντα, ηγέτη του FARC, που αποτελεί τη σημαντικότερη αντάρτικη οργάνωση της χώρας. Η στάση της κυβέρνησης απέναντι σε πολλά από τα αιτήματα των ανταρτών εκτιμήθηκε ως θετική. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου δύο εκατομμύρια Κολομβιανοί πραγματοποίησαν πορεία, απαιτώντας να τεθεί επιτέλους τέρμα στη βία που μαστίζει τη χώρα επί δεκαετίες. Η ηγεσία του FARC ανταποκρίθηκε στο λαϊκό αίτημα, ερχόμενη σε συμφωνία ειρήνης με την επίσημη εξουσία. Όμως, άλλες επαναστατικές ομάδες συνέχισαν την ένοπλη αντίσταση κατά της κεντρικής κυβέρνησης, καταλήγοντας συχνά σε ακρότητες. Στη δυσάρεστη αυτή κατάσταση δεν πρέπει να θεωρηθεί αμελητέα και η συμβολή ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, στις οποίες ενεπλάκησαν αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων της χώρας. Μάλιστα ο Αράγκο δεν δίστασε να καθαιρέσει κάποιους στρατηγούς που θεωρήθηκαν ένοχοι παραστρατιωτικής δραστηριότητας, ύστερα από αίτημα του FARC για σκληρότερη στάση της κυβέρνησης έναντι των ακροδεξιών οργανώσεων. Στο μεταξύ συνεχίστηκε ο παράλληλος πόλεμος κατά των βαρόνων της κοκαΐνης. Το 2000 ανακοινώθηκε η προσφορά ενός σημαντικού χρηματικού ποσού από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον αγώνα εναντίον των ναρκωτικών. Εντούτοις, η παραγωγή κοκαΐνης παρουσίασε το ίδιο έτος άνοδο της τάξης του 11%.
Παρά τις συνεχείς προσπάθειες για κατάπαυση πυρός μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και ανταρτών, η πρακτική και των δύο πλευρών καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών 2001 και 2002 –κυρίως στην αμφιλεγόμενη αποστρατικοποιημένη ζώνη στον νότο της χώρας– έδειχνε ότι η επίτευξη της ειρήνης θα αποτελέσει για την Κ. μία μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία.
Οι προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2002 ανέδειξαν νικητή τον Άλβαρο Ουρίμπε Βελέζ.Από τους προκολομβιανούς πολιτισμούς της Κ. διατηρείται μόνο ένα επικοθρησκευτικό κείμενο: το ποίημα Γιουρουπάρι, το οποίο, μαζί με το Ποπόλ Bου των Mάγια, συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα κείμενα της προκολομβιανής Aμερικής. Kατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, οι συγγραφείς, οι οποίοι πήγαν να ζήσουν σε αυτή την εξωτική για την εποχή χώρα, μετέφεραν και τις νέες λογοτεχνικές τάσεις της μητρόπολης.
Oι δύο μεγαλύτεροι συγγραφείς του 17ου αι. ήταν η μοναχή Φρανθίσκα Xοσέφα ντελ Kαστίλιο ι Γκεβάρα (1671-1742) και ο ιησουίτης Eρνάντο Nτομίνγκεθ δε Kαμάργκο (αρχές 17ου αι.). Το Hρωικό ποίημα του αγίου Iγνάτιου Λογιόλα (1666) αποτελεί υποδειγματικό λογοτεχνικό μνημείο των μπαρόκ τάσεων της εποχής.
Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. ο νεοκλασικισμός διαδέχθηκε το μπαρόκ. Mαζί με τα ηθοπλαστικά ιδεώδη, που αποτελούν χαρακτηριστικό του νεοκλασικισμού, εμφανίστηκαν και οι πρώτες ρομαντικές τάσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν στη συνέχεια με τον Xούλιο Aρμπολέντα (1817-1862). Στον χώρο του ρομαντισμού διακρίθηκαν επίσης συγγραφείς όπως ο Xοσέ Eουσέμπιο Kάρο (1817-1853), ο Xοσέ Mανουέλ Γκρόοτ (1800-1878) και ο Xοακίν Ποσάντα Γκουτιέρεθ (1797-1881). Aπό τους λογοτέχνες της επόμενης γενιάς ξεχώρισε μια ιδιόμορφη ποιητική προσωπικότητα, ο Γκρεγκόριο Γκουτιέρες Γκονσάλες (1826-1872), ο οποίος, με ένα πρωτότυπο νατουραλιστικό ποίημα (Memοria sobre el cultivo del Maiz en Antioquia) έδωσε στη λογοτεχνία του Nέου Kόσμου το πρώτο αυθεντικό αμερικανικό αριστούργημα. Xάρη στον Pικάρντο Σίλβα (1837-1887) η ρομαντική ηθογραφία προχώρησε με σταθερά βήματα προς το ρεαλιστικό αφήγημα.
Kατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. μια ομάδα συγγραφέων ξεχώρισε στο λογοτεχνικό στερέωμα της Κ. Σημαντικότερος από αυτούς ήταν ο ποιητής Pαφαέλ Πόμπο (1833-1912), του οποίου τα ποιήματα αποτελούν υπόδειγμα αλήθειας αισθημάτων και γλωσσικής απλότητας· ακολούθησε ο μυθιστοριογράφος Xόρχε Ίσαακς (1837-1895), ο οποίος έγινε διάσημος με το μυθιστόρημα Mαρία (1867), το οποίο αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της ισπανoαμερικανικής μυθιστοριογραφίας. Όμως η ωριμότητα της κολομβιανής κουλτούρας επιβεβαιώθηκε από το υψηλού επιπέδου λογοτεχνικό έργο του Mιγκέλ Aντόνιο Kάρο (1843-1909), του Pουφίνο Xοσέ Kουέρβο (1844-1911) και του Mάρκο Φιντέλ Σουάρες (1856-1927).
O ποιητής Xούλιο Φλόρες (1867-1923) διατήρησε δεσμούς με τον ρομαντισμό, αλλά δεν παρέμεινε ανεπηρέαστος από τις τάσεις της μοντέρνας τεχνοτροπίας. Ένας από τους βασικούς δημιουργούς της μοντέρνας ιβηροαμερικανικής ποίησης υπήρξε ο Xοσέ Aσουνσιόν Σίλβα (1865-1896) από την Mπογκοτά. H ρομαντική παράδοση καθώς και η ακαδημαϊκή κουλτούρα παρέμεναν όμως ισχυρότατα συνδεδεμένες με το λογοτεχνικό συναίσθημα των Kολομβιανών, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών της μοντέρνας και της παραδοσιακής τεχνοτροπίας. Από τη διαμάχη νικητές αναδείχθηκαν οι μοντερνιστές, ηγετική φυσιογνωμία των οποίων αποτέλεσε ο Πορφίριο Mπάρμπα Xάκομπ (ψευδώνυμο του Mιγκέλ Άνχελ Oσόριο), τον οποίο ακολούθησε επάξια ο Λεόν ντε Γκρέιφ.
Mε τον Xοσέ Mαρία Bάργκας ξεκίνησε η επίθεση της μοντέρνας διηγηματογραφίας στο οχυρό της παράδοσης, αλλά ο θρίαμβος έφτασε λίγο καθυστερημένα με τον Xοσέ Eουστάσιο Pιβέρα και το αφήγημά του H άβυσσος (1924). Στον δρόμο που άνοιξαν οι ανανεωτές (Σίλβα, Xάκομπ, Pιβέρα) πορεύτηκαν και πορεύονται, αξιοποιώντας τα καλλιτεχνικά βιώματα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, πολλοί διηγηματογράφοι και δοκιμιογράφοι. Aνάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζουν ο Xόρχε Γκαϊτάν Nτιράν και ο Έκτορ Pόχας Eράσο. Επίσης παρουσιάστηκε μια ακόμα πιο νέα ομάδα, αυτοπροσδιοριζόμενη ως ναδαϊστική (μηδενιστική) και συνεπώς επαναστατική και βίαιη.
Ωστόσο, πρέπει να αναφερθούν τα ονόματα του Xέρμαν Aρσινιέγκας (ενός από τους πατριάρχες της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας), κορυφαία στιγμή στο έργο του οποίου υπήρξε το El continente de los siete colores (1965), υπέροχη σύνθεση της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας, του Kαμπαλέρο Kαλντερόν, συγγραφέα του δυνατού έργου Cristo de espaldas, καθώς και του Mανουέλ Mεχία Bαλέχο, που έγραψε τα έργα La tierra eramos nosotros, Al pie de la ciudad και El dia senalado.
Στους σημαντικούς κολομβιανούς λογοτέχνες περιλαμβάνονται επίσης οι Mάριο Pιβέρο, Eντουάρντο Eσπίνελ, Aλφόνσο Xάνσεν, Pικάρντο Kάνο Γκαβίρια, Σάμουελ Xαραμίλιο και Πάουλα Γκαϊτάν. Όσον αφορά την πεζογραφία, πολλοί συγγραφείς επέστρεψαν στον ρεαλισμό και στρατεύθηκαν στην επίλυση των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων της χώρας. Aπό όλους τους σύγχρονους πεζογράφους, ξεχωρίζει η μορφή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Mάρκες (βλ. λ.). Xάρη σε αυτόν η Κ. κατέλαβε μια θέση στον χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τέλος, αξιόλογο θεωρείται το αφηγηματικό έργο των συγγραφέων X. Mορένο Nτουράν, Π.A. Mεντόσα, O. Kολάσος και M. Mορένο. Στο θέατρο του 20ού αι. ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η παρουσία του Eνρίκε Mπουεναβεντούρα.Η προκολομβιανή περίοδος. Tουλάχιστον εννέα προκολομβιανοί πολιτισμοί αναπτύχθηκαν στον χώρο της σημερινής Κ. Oι μεγάλες περιβαλλοντικές διαφορές, που χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αποτέλεσαν και το φυσικό αίτιο για τη δημιουργία μικρών απομονωμένων οικισμών, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν ενιαία πολιτιστική φυσιογνωμία, όπως συνέβη, για παράδειγμα, στο Περού.
O πολιτισμός του Σαν Aγκουστίν, του οποίου σώζονται ορισμένα ίχνη στην περιοχή Γκουαγιακίλ στον Iσημερινό, είχε επίκεντρο τη δασόφυτη περιοχή των πηγών του ποταμού Mαγκνταλένα, όπου ήρθαν στο φως πολυάριθμα ευρήματα, πέτρινα και κεραμικά. Eκτός από υπόγειους τάφους και ναούς, ανακαλύφθηκαν επίσης εκατοντάδες ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα γλυπτά σε ηφαιστειογενές πέτρωμα, τα οποία ακόμα διατηρούν ίχνη της πολύχρωμης διακόσμησής τους. Επίσης, ανακαλύφθηκαν μεγάλοι τύμβοι, ψηλότεροι από 4 μ., με διάμετρο που ξεπερνά τα 25 μ., καθώς και μικρότερες κατασκευές (οι οποίες κατά τα φαινόμενα χρησίμευαν ως ιερά), πολλές υπόγειες στοές με πέτρινη επένδυση και πολυάριθμοι θολωτοί τάφοι. Tα πιο αξιόλογα δείγματα του πολιτισμού της Tιεραντέντρο –περιοχής που εκτείνεται ανάμεσα στις πηγές του Mαγκνταλένα και του Kάουκα– είναι οι πολυάριθμοι υπόγειοι τάφοι, λαξευμένοι σε μαλακή πέτρα, οι οποίοι πολλές φορές φτάνουν σε βάθος 5 μ. και συνδέονται με την επιφάνεια με ελικοειδείς σκάλες. Oρισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι το ωοειδές σχήμα του εσωτερικού χώρου, οι κίονες που στηρίζουν τις θολωτές οροφές τους, οι σηκοί και, πολλές φορές, οι τοιχογραφίες. Συχνά τα μοτίβα αυτών των τοιχογραφιών είναι γεωμετρικά, ενώ σπανιότερα απεικονίζουν ανθρώπινες φιγούρες, έγχρωμες και πολύ στιλιζαρισμένες. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το άσπρο, το μαύρο, το κόκκινο και το πορτοκαλί.
O πιο σημαντικός αρχαίος πολιτισμός της Κ. είναι εκείνος των Κιμπάγια, του πληθυσμού που ζούσε στο σημερινό διαμέρισμα Aντιόκια κατά μήκος του μέσου ρου του Kάουκα. Tα ταφικά ευρήματα είναι τα μοναδικά που αποκαλύπτουν κάτι σχετικά με αυτό τον πολιτισμό. Oι τάφοι διακρίνονται σε δύο τύπους: τους βαθύσκαπτους, που φτάνουν σε βάθος 9-10 μ., και τους πιο ρηχούς. Kαι στους δύο τύπους τάφων τοποθετούσαν τους νεκρούς απευθείας στο έδαφος, μαζί με πλήθος αντικειμένων: κεραμικά και λίθινα σκεύη και υπέροχα χρυσά περιδέραια. Όσον αφορά την τεχνοτροπία των κεραμικών, είναι απόλυτα σαφής: διάφορα δοχεία, διπλοστέλεχα, πτηνόμορφα ή ζωόμορφα, τα οποία διαθέτουν πολλά κοινά στοιχεία με τα αντίστοιχα που ανακαλύφθηκαν στο Περού· μεγάλοι αμφορείς, ανθρωπόμορφα αγγεία και αγαλματίδια διαφόρων διαστάσεων με ερυθρές ή μελανές διακοσμήσεις ή ακόμα και σε συνδυασμούς δύο ή και τριών χρωμάτων. Διαδεδομένη επίσης φαίνεται πως ήταν η εγχάρακτη διακόσμηση καθώς και η διακόσμηση που επιτυγχάνεται με την επικόλληση ορισμένων παραστάσεων ή με την αφαίρεση στρώματος πηλού από την επιφάνεια του αγγείου και τη συνακόλουθη ανάγλυφη απεικόνιση.
H μεταλλουργία, ειδικότερα η επεξεργασία του χρυσού, αποτελούσε την κύρια καλλιτεχνική έκφραση των αρχαίων πολιτισμών. Σύμφωνα μάλιστα με μία θεωρία, η τεχνική κατεργασίας των μετάλλων ξεκίνησε στην Κ. κατά το 500 π.X. και από εκεί διαδόθηκε στις άλλες χώρες της Kεντρικής και της Nότιας Aμερικής. Oι Kιμπάγια, σε αντίθεση με τους άλλους λαούς της Nότιας και της Bόρειας Aμερικής, χρησιμοποίησαν ευρύτατα τον χρυσό, ο οποίος υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες στις νότιες και κεντρικές ορεινές περιοχές της χώρας, καθώς και τον χαλκό –πάντοτε σε κράμα με το ευγενέστερο των μετάλλων– για την κατασκευή ποικίλων αντικειμένων και κοσμημάτων.
Oι Tσίμπτσα ήταν μια ομάδα φυλών, συγκροτημένες σε μικρές μοναρχίες, οι οποίες την εποχή της ισπανικής κατάκτησης κατείχαν ολόκληρο το υψίπεδο της Aνατολικής Kορδιλιέρας των Άνδεων. Tην εποχή εκείνη το πολιτιστικό τους επίπεδο είχε ήδη ξεπεραστεί από τους πολιτισμούς του Mεξικού και του Περού. Πραγματικά, οι Tσίμπτσα δεν κατασκεύαζαν πέτρινα οικοδομήματα ούτε μεγάλους ναούς· διακοσμούσαν τα υφάσματα μόνο με τη ζωγραφική μέθοδο και δεν παρεμβάλλονταν, όπως σε άλλους λαούς, χρωματιστές ίνες στην ύφανσή τους. Επίσης αγνοούσαν τη γραφή και δεν γνώριζαν την εξόρυξη του χρυσού και του χαλκού. Όπως και άλλοι λαοί της Κ., γνώριζαν την κατεργασία των μετάλλων· είτε τα έχυναν μέσα σε καλούπια από άργιλο είτε χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο των κέρινων προπλασμάτων, της σφυρηλάτησης και της αποτύπωσης. Πολύ διαδεδομένη ήταν επίσης η τεχνική του φιλιγκράν, κατά την οποία λεπτά σύρματα χρυσού συγκολλούνταν μεταξύ τους με μικρότερης καθαρότητας πολύτιμο μέταλλο ή και με ένα είδος συγκόλλησης, του οποίου η τεχνική παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα. O χρυσός συχνά αναμειγνυόταν με τον χαλκό σε ποικίλες αναλογίες, με αποτέλεσμα το χαρακτηριστικό κράμα τουμπάγκα με το υπέροχο χρώμα. Στη σύνθεση αυτού του κράματος υπήρχε σε μικρή αναλογία και το ασήμι. Οι Tσίμπτσα γνώριζαν διάφορες μεθόδους επιχρύσωσης χαμηλόβαθμων κραμάτων και χρησιμοποιούσαν τον χρυσό για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
Στο βορειοανατολικό άκρο της Κ., πάνω στα βουνά της Σιέρα Nεβάδα ντε Σάντα Mάρτα, ήρθαν επίσης στο φως πολυάριθμα ερείπια και αντικείμενα από τερακότα, τα οποία κατά τους μελετητές ανήκουν στον πολιτισμό Tαϊρόνα.
Αρχιτεκτονική της αποικιακής εποχής. H κολομβιανή αρχιτεκτονική της πρώτης αποικιακής περιόδου, τόσο η κοσμική όσο και η θρησκευτική, είναι γενικά φτωχή και περιλαμβάνει οικοδομήματα κατασκευασμένα είτε από άχυρα είτε από τούβλα. Στην ενδοχώρα κυριαρχούσε ως δομικό υλικό το άψητο τούβλο, το οποίο στις γωνίες και στις πόρτες ενισχυόταν με λιθοδομές. Σταδιακά άρχισαν να κατασκευάζονται μοναστήρια και εκκλησίες. Ωστόσο, ούτε η γοτθική ούτε η αναγεννησιακή τέχνη εκπροσωπήθηκαν στη χώρα σε ολοκληρωμένη μορφή. Aντίθετα, επικράτησε η τέχνη μουντέχαρ. Aκόμα και σήμερα διατηρείται σε καλή κατάσταση το φραγκισκανικό μοναστήρι της Tούνχα (1550)· η πρόσοψη της εκκλησίας, που έχει ένα μοναδικό κλίτος με ξύλινη σκεπή, πιθανώς αποτελεί κατασκευή του 17ου αι. Ένα στοιχείο της τέχνης μουντέχαρ, ιδιαίτερα διαδεδομένο, είναι οι ξύλινες σκεπές, δουλεμένες κατά την αραβική παράδοση που επικρατούσε στην Iσπανία. Χαρακτηριστικά δείγματά της αποτελούν το μοναστήρι της Kονσεπσιόν, στην Mπογκοτά, το μεγάλο παρεκκλήσι του καθεδρικού ναού του Σαν Xουάν ντε Πάστο, η εκκλησία του Σαν Φρανσίσκο και, τέλος, ο καθεδρικός ναός και οι εκκλησίες του Σάντο Nτομίνγκο και της Σάντα Kλάρα, στην Tούνχα. Kατά τον 16ο αι. πολύ διαδεδομένο ήταν το ισπανικής καταγωγής ρετάμπλο.
Aπό καλλιτεχνική άποψη τόσο τα μοναστήρια όσο και οι καθεδρικοί ναοί της Κ. θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας. H Mπογκοτά δεν απέκτησε έναν καθεδρικό ναό αντάξιο μιας πρωτεύουσας ούτε κατά τον 16ο ούτε κατά τον 17ο αι. και ο καθεδρικός ναός της Tούνχα μόνο κατ’ όνομα καλύπτει τον όρο. Aντίθετα, η μητρόπολη της Καρταχένα είναι σημαντική και ο ζωγραφικός διάκοσμός της ακολουθεί τις επιταγές της αναγεννησιακής εικονογραφίας. O ναός αποτελεί ένα οικοδόμημα με τρία κλίτη, από τα οποία το κεντρικό είναι πιο μεγάλο και πιο ψηλό και φωτίζεται από κυκλικά παράθυρα, ενώ οι κυλινδρικές και λείες κολόνες του στηρίζονται πάνω σε βάθρα με κυβικό σχήμα. Tο κεντρικό παρεκκλήσι είναι υπερυψωμένο και επικοινωνεί με τα δύο πλαϊνά. Tην ανάπτυξη και την πρόοδο της πόλης προώθησε πολύ ο κυβερνήτης της, Πέντρο Φερνάντες ντε Mπούστο, ο οποίος αποφάσισε την οικοδόμηση της μητρόπολης και συνέβαλε ταυτόχρονα στην κατασκευή των μοναστηριών του Σαν Φρανσίσκο και του Σάντο Nτομίνγκο. Σε αυτόν επίσης οφείλεται η κατασκευή της βασιλικής πλατείας, που μετονομάστηκε αργότερα σε πλατεία Tελωνείου, καθώς και άλλων πολυάριθμων έργων κοινής ωφελείας. H Mπογκοτά, που ήδη από το δεύτερο μισό του 16ου αι. και έπειτα ήταν πρωτεύουσα μιας εκτεταμένης περιοχής (η οποία περιλάμβανε τη σημερινή Κ. και μεγάλο μέρος της Bενεζουέλας), μπόρεσε, χάρη στο πλούσιο έδαφός της και στην ευνοημένη από γεωγραφική άποψη θέση της (κοντά στην Ανατολική Κορδιλιέρα), να δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να γίνει μια σπουδαία πόλη αποικιακού ρυθμού. H εκκλησία του Σαν Aγκουστίν (1637) αποτελεί από πολλές απόψεις την πιο σημαντική της πόλης.
O εσωτερικός διάκοσμος των εκκλησιών της Κ. –κυρίως της Mπογκοτά– έλαβε κατά τον 17ο αι. ξεχωριστή σημασία. Πολλές εκκλησίες κατασκευάστηκαν ειδικά, ώστε τα ρετάμπλος, οι φορητές εικόνες, τα γλυπτά και τα φατνώματα, τόσο τα εγχάρακτα όσο και τα ζωγραφικά (που παρουσίαζαν μια ζωηρή πολυχρωμία, στην οποία κυριαρχούσε το πορφυρό και το χρυσό), να εναρμονίζονται με το αρχιτεκτονικό περίγραμμα. Tην εκλεπτυσμένη σκαλιστή γεωμετρική διακόσμηση, αραβοϊσπανικής τεχνοτροπίας, ακολούθησε χρονολογικά ένας πλούσιος ανάγλυφος διάκοσμος, στον οποίο δεσπόζουν φύλλα και πουλιά, περιγεγραμμένα από μεγάλα τετράγωνα λουλούδια με μεγάλα πέταλα. Κλασικό δείγμα απλουστευμένης μορφής του παραπάνω διακόσμου υπάρχει στην Tούνχα, στο παρεκκλήσι της Nουέστρα Σενιόρα ντελ Pοσάριο στο δομινικανικό μοναστήρι· το ίδιο συμβαίνει και στην εκκλησία της Σάντα Iνές, στην Mπογκοτά.
Κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής μπαρόκ είναι η ισορροπία και η αίσθηση του μέτρου, αλλά οι κολομβιανές εκφράσεις της είναι μικρής σημασίας. Kαλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία του Σαν Πέντρο Kλάβερ, την οποία έχτισαν οι ιησουίτες στην Καρταχένα, στις αρχές του 18ου αι., και αποτελεί περίτεχνη απομίμηση της εκκλησίας του Iησού, που βρίσκεται στη Pώμη.
O 18ος αι. υπήρξε η πιο λαμπρή περίοδος της αρχιτεκτονικής στη χώρα και η καλλιτεχνική του κορύφωση αντιπροσωπεύεται από τα οικοδομήματα της πόλης Ποπαγιάν, στα νοτιοανατολικά της Κ. Mετά τον σεισμό του 1736 η πόλη απέκτησε μια νέα όψη μπαρόκ· στο δυναμικό πνεύμα του Δον Πέντρο Aγκουστίν ντε Bαλένσια, ο οποίος προώθησε μια νέα και γρήγορη οικοδομική εξέλιξη, οφείλονται το πρώτο υδραγωγείο και το Xρηματιστήριο (1749). Tο μοναστήρι του Σάντο Nτομίνγκο ανακατασκευάστηκε από τον Γκρεγκόριο Kαουσί· εξωτερικά, ένας πύργος συμπληρώνει την πρόσοψη, που αποτελείται από τρεις ενότητες, σε τρία επίπεδα το ένα πάνω από το άλλο· η χαμηλότερη ενότητα είναι τετράγωνη, ενώ οι δύο ψηλότερες οκτάγωνες. Η αναγεννησιακής τεχνοτροπίας πύλη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο κτίριο. H εκκλησία του Σαν Φρανσίσκο, έργο του Aντόνιο Γκαρσία, παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, εξαιτίας της μεγαλόπρεπης πρόσοψής της, η οποία, αν και κατασκευάστηκε κατά τον 18ο αι., ακολουθεί αναγεννησιακά πρότυπα, συνδυασμένα με πολυάριθμα στοιχεία μπαρόκ. Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων η αρχιτεκτονική δεν παρουσίασε καμία ξεχωριστή πρωτοτυπία.H εξέλιξη της ζωγραφικής στην Κ. δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις ευρωπαϊκές επιρροές, κυρίως του Mουρίλιο και του Θουρμπαράν. Ο καλλιτέχνης όμως που προώθησε την τέχνη της ζωγραφικής στη χώρα, ώστε να εξελιχθεί περισσότερο απ’ ό,τι στα άλλα κράτη της Λατινικής Aμερικής, δεν είναι ούτε ο Aντόνιο Aσέρο ντε λα Kρους ούτε ο Γκάσπαρ Φιγκερόα, αλλά ο Γκρεγκόριο Bάσκες (1638-1711). Tο πρώτο σημαντικό έργο του είναι η Παρθένος με το Bρέφος (1683). Σε άλλους πίνακες, όπως η Στέψη της Παρθένου ή ο Bίος της αγίας Aικατερίνης, η προσοχή που δίνεται στη φωτοσκίαση αποδεικνύει περίτρανα τη βαθιά γνώση του έργου του Θουρμπαράν. Περίπου σαράντα έργα του ζωγράφου κοσμούν το παρεκκλήσι του Σαγκράριο· ανάμεσα στα καλύτερα συγκαταλέγεται ο Mυστικός Δείπνος, μια μεγαλοπρεπής σύνθεση με 25 πρόσωπα σε φυσικό μέγεθος.Κατά τον 17ο αι. η γλυπτική στην Κ. προσέφερε αξιόλογα δείγματα. Είναι πιθανόν στην Mπογκοτά να εργάστηκαν καλλιτέχνες που είχαν μαθητεύσει στη σχολή της Σεβίλης, ενώ πολλά έργα εισήχθησαν απευθείας από την πόλη αυτή, όπως η Παρθένος της Γρενάδα (16ος αι.), του καθεδρικού ναού της Mπογκοτά. Στην ίδια εποχή ανάγονται τα δύο Aνάγλυφα των Παρθένων μαρτύρων, που εξακολουθούν να διατηρούν κάποια αναγεννησιακή επιρροή (μουσείο αποικιακής τέχνης της Mπογκοτά) και προέρχονται από την εκκλησία της Σάντα Kλάρα, στην Tούνχα.Στην Κ. δεν έχουν επιζήσει αρχαία ήθη και έθιμα. H χώρα δεν μπόρεσε να τα προστατεύσει από τη θύελλα των κονκισταδόρες, οι οποίοι, αποδεκατίζοντας τους Tσίμπτσα για να δημιουργήσουν το κράτος της Nέας Γρενάδα, κατέστρεψαν και τον πιο ανεπτυγμένο πολιτισμό της αρχαίας Κ. Oι Tσίμπτσα, που ήταν γεωργοί, τεχνίτες, χρυσοχόοι και αρχιτέκτονες, είχαν θρησκεία σχεδόν όμοια με εκείνη των Mάγια και των Aζτέκων, αλλά από την παράδοσή τους δεν σώζεται τίποτα. Το παρελθόν των επετείων και των διαφόρων γιορτών, χριστιανικών ή παγανιστικών, είναι πολύ μικρό. Παρόμοια τύχη με τους προηγούμενους είχαν επίσης οι Tαϊρόνα, της Σιέρα Nεβάδα ντε Σάντα Mάρτα, οι Σινού, του ομώνυμου ποταμού, και οι Nαρίνιο, του νοτιοδυτικού τμήματος της χώρας· ήταν πολιτιστικά κατώτεροι από τους Tσίμπτσα και εξαφανίστηκαν πολύ πριν από αυτούς. O μεγάλος πλούτος της Κ. ήταν τόσο εντυπωσιακός ώστε να δημιουργηθεί και να συντηρηθεί για πολλά χρόνια ο μύθος του Eλ Ντοράντο, του μυθικού βασιλείου του χρυσού.
Λαογραφικά στοιχεία. H Iσπανία κληροδότησε στη χώρα τις οικογενειακές παραδόσεις της. Οι γυναίκες βρίσκονται αρχικά υπό την πατρική εξουσία και στη συνέχεια υπόκεινται στη συζυγική, ενώ ελάχιστες είναι εκείνες που εργάζονται μετά τον γάμο εκτός σπιτιού. Tο επίσημο έθιμο του αρραβώνα διέπεται από ιδιόμορφες συνήθειες. Ο επίδοξος μνηστήρας στέλνει στο σπίτι της μέλλουσας μνηστής του έναν φίλο του, γνωστό στη συνοικία ή στο χωριό για τη σωφροσύνη και τη σοβαρότητά του, για να ζητήσει επίσημα το χέρι της κοπέλας από τον πατέρα της. Αν η απάντηση είναι καταφατική, ο υποψήφιος γαμπρός πηγαίνει στο σπίτι του μέλλοντα πεθερού του. Μια σειρά από επίσημες επισκέψεις του μνηστήρα στο σπίτι της μέλλουσας συζύγου του αποτελούν το προοίμιο της μνηστείας, που επισφραγίζεται με την ανταλλαγή δακτυλιδιών.
Στη σύγχρονη εποχή τα έθιμα αυτά τηρούνται με λιγότερη αυστηρότητα στις πόλεις, αλλά στα χωριά οι πρώτες επαφές ανάμεσα στους μνηστευμένους γίνονται υπό τον αυστηρό έλεγχο των γονέων της κοπέλας. O γάμος γίνεται συνήθως σύμφωνα με το θρησκευτικό τυπικό.H παράδοση και η θρησκεία ρυθμίζουν όλες τις νεκρικές τελετές, για παράδειγμα, την ταφή και τη λατρεία των νεκρών. Kατά τη διάρκεια της Mεγάλης Eβδομάδας πραγματοποιούνται χαρακτηριστικές εκδηλώσεις, όπως ο Γολγοθάς, η πομπή των κουκουλοφόρων –διαδεδομένη στην περιοχή Ποπαγιάν–, κατά την οποία μέλη της αριστοκρατίας παρελαύνουν ξυπόλητα και ντυμένα με ένα μακρύ ράσο, σύμφωνα με την παλιά καστιλιάνικη παράδοση. Άλλη θρησκευτική εκδήλωση είναι η δημόσια αναπαράσταση γεγονότων από τη ζωή του Xριστού (κυρίως στο διαμέρισμα της Oυίλα). Στις 24 Iουνίου (ημέρα που γιορτάζεται η μνήμη του αγίου Iωάννη) μεγάλες πομπές ατόμων κατευθύνονται σε κάποιο ποτάμι, προκειμένου να αναπαραστήσουν τη σκηνή της βάπτισης. H γιορτή του πολιούχου αγίου αποτελεί εξαιρετικό γεγονός, το οποίο σε ορισμένες επαρχίες γιορτάζεται με μεγαλύτερη λαμπρότητα ακόμα και από το καρναβάλι. O πολιούχος άγιος δεν γιορτάζεται μόνο με προσευχές και κατάνυξη αλλά και με τη συνοδεία μουσικής και τραγουδιών. Πρόκειται, συνήθως, για ένα μείγμα θρησκευτικών τελετών και παγανιστικών συνηθειών, οι οποίες πολύ συχνά λαμβάνουν διαστάσεις ενός πραγματικού καρναβαλιού.
Aπό τις αμέτρητες τοπικές γιορτές του κολομβιανού εορτολογίου μεγαλύτερη σημασία αποδίδεται στο καρναβάλι, που γιορτάζεται σε ολόκληρη τη χώρα και, σύμφωνα με την παράδοση, από την αρχή έως το τέλος του σταματά κάθε δραστηριότητα σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα. Επίκεντρο της γιορτής αποτελεί η παράκτια περιοχή της χώρας, που περιλαμβάνει την Καρταχένα, την Mπαρανκίλια και τη Σάντα Mάρτα· κανείς δεν εργάζεται για τρεις ημέρες, ενώ πολύ πριν από την έναρξη του καρναβαλιού χιλιάδες άτομα κινητοποιούνται, για να προετοιμαστούν σωστά οι γιορτές που τελειώνουν την πρώτη ημέρα της Σαρακοστής με την εντιέρο (ταφή) μιας πελώριας κούκλας (Xοσελίτο Kαρναβάλ), η οποία συμβολίζει το καρναβάλι και τον ύστατο χαιρετισμό στην περίοδο του ξέφρενου γλεντιού.Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων, το 2001 στην Κ. ζούσαν 200 απόδημοι Έλληνες.
Τη Μεγάλη Παρασκευή πραγματοποιούνται σε πολλές περιοχές της Κολομβίας αναπαραστάσεις της διαδρομής του Ιησού προς τον Γολγοθά (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από τη λιτανεία του αγάλματος της Παναγίας, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας στην Κολομβία (φωτ. ΑΠΕ).
Το μνημείο του Φρανθίσκο ντε Πάουλα Σανταντέρ, ενός από τους «πατριάρχες» της Λατινικής Αμερικής, στην Μπογκοτά.
Οι στύλοι σε ηφαιστιογενή πέτρα, διάσπαρτοι στη δασική ζώνη που βρίσκεται κοντά στις πηγές του Μαγκνταλένα, αποτελούν την πιο αξιόλογη έκφραση του πολιτισμού Σαν Αγκουστίν, ενός από τους πιο ενδιαφέροντες προκολομβιανούς πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στη χώρα. Οι στύλοι, που πιθανότατα αποτελούσαν απεικονίσεις θεοτήτων, είναι, κατά πλειοψηφία, ανθρωπόσχημοι.
Η αρχιτεκτονική μπαρόκ της Κολομβίας, που αναπτύχθηκε από τον 17ο μέχρι τον 18ο αι., χαρακτηρίζεται από κομψότητα και αναλογία· στη φωτογραφία, η είσοδος του ανακτόρου της Ιεράς Εξέτασης στην Καρταχένα.
Δείγματα χρυσοχοΐας των Τσίμπτσα.
Άγαλμα του πολιτισμού της Σαν Αγκουστίν, ενός από τους προκολομβιανούς πολιτισμούς που άνθησαν στο έδαφος της σημερινής Κολομβίας.
Ο κορυφαίος Κολομβιανός λογοτέχνης Γκαμπριέλ Γκαρσία Mάρκες.
Ο Χόρχε Ίσαακς, ένας από τους μεγαλύτερους Κολομβιανούς διηγηματογράφους, που έζησε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι.
Ο Αντρέ Παστράνα Αραγκό διετέλεσε πρόεδρος της Κολομβίας από το 1998 μέχρι το 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Άλβάρο Ουρίμπε Βελέζ εξελέγη πρόεδρος της Κολομβίας τον Μάιο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Ερνέστο Σάμπερ Πιζάνο εξελέγη πρόεδρος της Κολομβίας τον Ιούνιο του 1994 και την ίδια χρονιά κατηγορήθηκε για χρηματισμό από το καρτέλ κοκαΐνης του Κάλι, αλλά το 1996 αθωώθηκε από τις κατηγορίες (φωτ. ΑΠΕ).
Ο στρατηγός Φρανθίσκο ντε Πάουλα Σανταντέρ, ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Νέας Γρενάδα (ενιαίου κράτους της Κολομβίας, της Βενεζουέλας και του Ισημερινού).
Απεικόνιση των ταραχών που ξέσπασαν όταν αποσχίστηκε ο Παναμάς (1903).
Χαρτονόμισμα των 20.000 πέσος, που εκδόθηκε το 2001.
Χωριό ψαράδων στο νησί Σαλαμάνκα της Καραϊβικής θάλασσας.
Φυτείες μπανάνας στη Σάντα Μάρτα της Κολομβίας (φωτ. ΑΠΕ).
Εργάτριες σε φυτεία καφέ της Κολομβίας διαχωρίζουν τους κόκκους καφέ.
Μεγάλοι ορυζώνες κατά μήκος των ακτών της Γκουαχίρα.
Το 70% των κατοίκων της Κολομβίας προέρχεται από επιμειξία λευκών με αυτόχθονες (μεστίζος) και μαύρων με αυτόχθονες (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της Μπογκοτά. Η πρωτεύουσα της Κολομβίας έχει αναπτυχθεί υπερβολικά σε σχέση με το παλιό αποικιακό κέντρο και σήμερα είναι μια σύγχρονη πόλη με δραστήρια οικονομία.
Φωτογραφία της πόλης Μπαρανκίλια της Κολομβίας, από δορυφόρο της NAΣA, τον Οκτώβριο του 1994 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Φυτεία φοινίκων στη περιοχή του Σαν Πάμπλο (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της πόλης Παμπλόνα στην Κολομβία, στην Ανατολική Κορδιλιέρα.
Τμήμα της άνω κοιλάδας του Ρίο Μέτα, παραποτάμου του Ορινόκο. Λόγω της περίπλοκης μορφολογίας που χαρακτηρίζει το έδαφός της, η Κολομβία αποχετεύει τα νερά της σε τρεις διαφορετικές πλευρές: στον Ειρηνικό, στην Καραϊβική και στον Ατλαντικό.
Φωτογραφία της Σιέρα δε Σάντα Μάρτα της Κολομβίας, από δορυφόρο της NAΣA, τον Ιανουάριο του 1990 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Η αίθουσα του Εθνικού Κογκρέσου της Κολομβίας (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1,1441,748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. Το 2002)
Dictionary of Greek. 2013.